κληρουχίας

κληρουχίας
κληρουχίᾱς , κληρουχία
apportionment of land in a foreign country among citizens
fem acc pl
κληρουχίᾱς , κληρουχία
apportionment of land in a foreign country among citizens
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • TOPARCHIA — apud Plinium, l. 5. c. 14. Reliqua Iudaea (cis Iordanem scil.) dividitur in Toparchias decem Hierichuntem palmetis consitam, fontibus irriguam Emmarum, Lyddam, Ioppicam, Acerabatenam, Gophniticam, Thamniticam, Betholenem, Tephenen, Orinen, in qua …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TYRUS — vel Tyros, Phoeniciae insula, nunc Pendoli, et urbs celebertima, in saxo undique praerupto, cum portu capaci, orbis olim emporium; Condita, ut Iasephus vult, Ant. Iud. l. 3. A. M. 2783. ante templum Salomonis, 240. Archiepiscopalis sub Patriarcha …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κληρουχία — η (AM κληρουχία) [κληρούχος] 1. η διανομή γης με κλήρωση («περί τής Σάμου κληρουχίας ἐδημηγόρησεν», Αριστοτ.) 2. συνεκδ. το σύνολο τών κληρούχων μσν. φρ. «θεία κληρουχία» ή άνω κληρουχία» επουράνια κληρονομιά, παράδεισος αρχ. 1. αριθμημένος… …   Dictionary of Greek

  • Κυδίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος ρήτορας (4ος αι. π.Χ.). Είναι γνωστός χάρη στο έργο του Περί της Σάμου κληρουχίας (365 π.Χ.). Το έργο αυτό δεν έχει διασωθεί, όμως υπάρχει σύνοψή του στη Ρητορική του Αριστοτέλη. 2. Ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”